- πρωραίος
- αία, ο[ν] мор. относящийся к носовой части; носовой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωραίος — α, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται στην πρώρα ή αυτός που βρίσκεται προς την πλευρά τής πλώρης, πλωριός («πρωραίο ιστίο») 2. φρ. «πρωραίο πέτασμα» το σύνολο τών ιστίων τού προβόλου και τού ακατίου ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρώρα + κατάλ. ιος. Η λ.… … Dictionary of Greek
πλωριός — ά, ό, Ν 1. αυτός που βρίσκεται στην πλώρη, πρωραίος («πλωριό κατάρτι») 2. αυτός που είναι στραμμένος προς την πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωραίος < πρῷρα] … Dictionary of Greek
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek